επάνωθε(ν) — (AM ἐπάνωθε[ν]) επίρρ. επάνω, από επάνω, εκ τών άνω («περνά ένα μαύρο σύννεφο, επάνωθέ τους στέκει», Βαλαωρ.) αρχ. 1. στην επάνω χώρα, στην πάνω περιοχή, στα μεσόγεια («τῶν γὰρ Μακεδόνων εἰσί... ἄλλα ἔθνη ἐπάνωθεν», Θουκ.) 2. (για χρόνο) φρ. «oἱ… … Dictionary of Greek
ἐπάνωθε — ἐπάνωθεν above indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste lateinischer Phrasen/S — Lateinische Phrasen A B C D E F G H I L M N O P Q R S T U V Inhaltsverzeichnis 1 … Deutsch Wikipedia
επάνω — και πάνω και απάνω και πάνου και (ε)πά (AM ἐπάνω, Μ και πάνω και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά) (επίρρ. συχνά και ως πρόθ.) 1. ψηλά, στο πάνω μέρος ή στην πάνω επιφάνεια («ἐπάνω κατακεισόμεθ ἡμεῑς», Αριστοφ.) 2. (με άρθρο) ως επίθ. αυτός που… … Dictionary of Greek
κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek